Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mondatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [mondaˈtore]

1 αυτός ή αυτό που ξεφλουδίζει
2 λιχνιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mondatoio mondatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mondano (επίθ.)
mondare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
mondarsi (ρ.μ. (αντων.))
mondariso (ουσ αρσ και θηλ.)
mondatoio (ουσ αρσ )
mondatore (ουσ αρσ )
mondatrice (θηλ.ουσ)
mondatura (θηλ.ουσ)
mondezza (θηλ.ουσ)
mondezzaio (ουσ αρσ )
mondiale (ουσ αρσ )
mondiale (επίθ.)
mondiglia (θηλ.ουσ)
mondina (θηλ.ουσ)
mondo (ουσ αρσ )
mondo (επίθ.)
mondovisione (θηλ.ουσ)
monegasco (ουσ αρσ )
monegasco (επίθ.)
monella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---