Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mondanità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [mondaniˈta]

1 τάση απόλαυσης επίγειων αγαθών
2 κοσμικότητα
3 υψηλή κοινωνία
4 κοσμικότητες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mondana mondano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

moncherino (ουσ αρσ )
monco (επίθ.)
moncone (ουσ αρσ )
monda (θηλ.ουσ)
mondana (θηλ.ουσ)
mondanità (θηλ.ουσ)
mondano (ουσ αρσ )
mondano (επίθ.)
mondare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
mondarsi (ρ.μ. (αντων.))
mondariso (ουσ αρσ και θηλ.)
mondatoio (ουσ αρσ )
mondatore (ουσ αρσ )
mondatrice (θηλ.ουσ)
mondatura (θηλ.ουσ)
mondezza (θηλ.ουσ)
mondezzaio (ουσ αρσ )
mondiale (ουσ αρσ )
mondiale (επίθ.)
mondiglia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---