Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


monàrchico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [moˈnarkiko]

1 οπαδός βασιλικού πολιτεύματος
2 φιλοβασιλικός
3 βασιλόφρων

monàrchico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [moˈnarkiko]

μοναρχικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monarchia monastero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monadismo (ουσ αρσ )
monandria (θηλ.ουσ)
monandro (επίθ.)
monarca (ουσ αρσ και θηλ.)
monarchia (θηλ.ουσ)
monarchico (ουσ αρσ )
monarchico (επίθ.)
monastero (ουσ αρσ )
monastico (επίθ.)
moncherino (ουσ αρσ )
monco (επίθ.)
moncone (ουσ αρσ )
monda (θηλ.ουσ)
mondana (θηλ.ουσ)
mondanità (θηλ.ουσ)
mondano (ουσ αρσ )
mondano (επίθ.)
mondare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
mondarsi (ρ.μ. (αντων.))
mondariso (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---