Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmonacàndo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [monaˈkando] 1 πρωτάρης 2 δόκιμος μοναχός 3 πρωτόβγαλτος 4 αρχάριος 5 νεόφυτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |