Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


monacàndo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [monaˈkando]

1 πρωτάρης
2 δόκιμος μοναχός
3 πρωτόβγαλτος
4 αρχάριος
5 νεόφυτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monacale monacarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

momentaneamente (επίρ.)
momentaneo (επίθ.)
momento (ουσ αρσ )
monaca (θηλ.ουσ)
monacale (επίθ.)
monacando (ουσ αρσ )
monacarsi (ρ. μ. αμτβ.)
monacato (ουσ αρσ )
monacazione (θηλ.ουσ)
monachella (θηλ.ουσ)
monachesimo (ουσ αρσ )
monachetto (ουσ αρσ )
monachina (θηλ.ουσ)
monachino (ουσ αρσ )
monachismo (ουσ αρσ )
monaco (ουσ αρσ )
monaco (θηλ.ουσ)
monacordo (ουσ αρσ )
monade (θηλ.ουσ)
monadico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---