Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


monachèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [monaˈkɛlla]

1 ασπρόκωλος (πουλί)
2 οινάνθη (πουλί)
3 αλογάκι της Παναγίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  monacazione monachesimo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

monacale (επίθ.)
monacando (ουσ αρσ )
monacarsi (ρ. μ. αμτβ.)
monacato (ουσ αρσ )
monacazione (θηλ.ουσ)
monachella (θηλ.ουσ)
monachesimo (ουσ αρσ )
monachetto (ουσ αρσ )
monachina (θηλ.ουσ)
monachino (ουσ αρσ )
monachismo (ουσ αρσ )
monaco (ουσ αρσ )
monaco (θηλ.ουσ)
monacordo (ουσ αρσ )
monade (θηλ.ουσ)
monadico (επίθ.)
monadismo (ουσ αρσ )
monandria (θηλ.ουσ)
monandro (επίθ.)
monarca (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---