Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


moménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [moˈmento]

η στιγμή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  momentaneo monaca  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


da un momento all'altro = από στιγμή σε στιγμή || in qualsiasi momento = οποιαδήποτε || momento [αρσ.] adatto = η κατάλληλη στιγμή || per il momento = προς το παρόν || sul momento = της ώρας || un momento [αρσ.] = μισό λεπτό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

molto (αντων.)
molto (επίρ.)
molva (θηλ.ουσ)
momentaneamente (επίρ.)
momentaneo (επίθ.)
momento (ουσ αρσ )
monaca (θηλ.ουσ)
monacale (επίθ.)
monacando (ουσ αρσ )
monacarsi (ρ. μ. αμτβ.)
monacato (ουσ αρσ )
monacazione (θηλ.ουσ)
monachella (θηλ.ουσ)
monachesimo (ουσ αρσ )
monachetto (ουσ αρσ )
monachina (θηλ.ουσ)
monachino (ουσ αρσ )
monachismo (ουσ αρσ )
monaco (ουσ αρσ )
monaco (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---