Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


moltitùdine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [moltiˈtudine]

1 πήχτρα
2 πληθύς
3 ορμαθός
4 λαὶκές μάζες
5 μάτσο
6 σμήνος
7 στρατιά
8 πολύς λαός
9 πληθώρα
10 πλησμονή
11 κρουνός
12 φουσάτο
13 κόσμος
14 τσούρμο
15 μεγάλο πλήθος
16 τρισμύριοι
17 ανθρωποθάλασσα
18 εσμός
19 αλάι
20 μελίσσι
21 μελισσολόι
22 μεγάλος αριθμός
23 ποσότητα μεγάλη
24 το πλείστον
25 όχλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  moltissimo molto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

moltiplicato (επίθ.)
moltiplicatore (ουσ αρσ )
moltiplicatore (επίθ.)
moltiplicazione (θηλ.ουσ)
moltissimo (επίθ.)
moltitudine (θηλ.ουσ)
molto (αρσ. επίθ και ουσ)
molto (αντων.)
molto (επίρ.)
molva (θηλ.ουσ)
momentaneamente (επίρ.)
momentaneo (επίθ.)
momento (ουσ αρσ )
monaca (θηλ.ουσ)
monacale (επίθ.)
monacando (ουσ αρσ )
monacarsi (ρ. μ. αμτβ.)
monacato (ουσ αρσ )
monacazione (θηλ.ουσ)
monachella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---