Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmoltiplicazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [moltiplikatˈtsjone] 1 επέκταση 2 αύξηση 3 πολλαπλασιασμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |