Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


moltiplicazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [moltiplikatˈtsjone]

1 επέκταση
2 αύξηση
3 πολλαπλασιασμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  moltiplicatore moltissimo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

moltiplicarsi (ρ.μ. (αντων.))
moltiplicativo (επίθ.)
moltiplicato (επίθ.)
moltiplicatore (ουσ αρσ )
moltiplicatore (επίθ.)
moltiplicazione (θηλ.ουσ)
moltissimo (επίθ.)
moltitudine (θηλ.ουσ)
molto (αρσ. επίθ και ουσ)
molto (αντων.)
molto (επίρ.)
molva (θηλ.ουσ)
momentaneamente (επίρ.)
momentaneo (επίθ.)
momento (ουσ αρσ )
monaca (θηλ.ουσ)
monacale (επίθ.)
monacando (ουσ αρσ )
monacarsi (ρ. μ. αμτβ.)
monacato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---