Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmoltiplicatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [moltiplikaˈtore] Πολλαπλασιαστής moltiplicatóre επίθετο Προσφορά I.P.A.: [moltiplikaˈtore] Πολλαπλασιαστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |