Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmoltiplicàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [moltipliˈkare] πολλαπλασιάζω moltiplicarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [moltipliˈkarsi] 1 τεκνοποιώ 2 πολλαπλασιάζομαι 3 παράγω 4 αναπαράγω 5 πληθαίνω 6 αναπαράγομαι 7 γεννώ 8 εντείνω τις προσπάθειες 9 εξαπλώνομαι 10 διαδίδομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |