Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmoltìplica
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [molˈtiplika] 1 πολλαπλασιασμός 2 λόγος σχέσης γραναζιών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |