Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


moltìplica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [molˈtiplika]

1 πολλαπλασιασμός
2 λόγος σχέσης γραναζιών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  molteplicità moltiplicabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

moloc (ουσ αρσ )
molosso (ουσ αρσ )
molotov (θηλ.ουσ)
molteplice (επίθ.)
molteplicità (θηλ.ουσ)
moltiplica (θηλ.ουσ)
moltiplicabile (επίθ.)
moltiplicando (ουσ αρσ )
moltiplicare (ρ. μτβ.)
moltiplicarsi (ρ.μ. (αντων.))
moltiplicativo (επίθ.)
moltiplicato (επίθ.)
moltiplicatore (ουσ αρσ )
moltiplicatore (επίθ.)
moltiplicazione (θηλ.ουσ)
moltissimo (επίθ.)
moltitudine (θηλ.ουσ)
molto (αρσ. επίθ και ουσ)
molto (αντων.)
molto (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---