Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


moltìssimo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [molˈtissimo]

1 περίσσιος
2 πληθωρικός
3 σπουδαίος
4 μπόλικος
5 πλήρης
6 υπεραρκετός
7 μέγιστος
8 πλουσιοπάροχος
9 πλούσιος
10 πλήθιος
11 πολυάριθμος
12 άφθονος
13 πάρα πολύς
14 αθρόος
15 μακρός
16 μεγάλος σε ένταση
17 πολύς
18 ισχυρός
19 μεγάλος σε έκταση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  moltiplicazione moltitudine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

moltiplicativo (επίθ.)
moltiplicato (επίθ.)
moltiplicatore (ουσ αρσ )
moltiplicatore (επίθ.)
moltiplicazione (θηλ.ουσ)
moltissimo (επίθ.)
moltitudine (θηλ.ουσ)
molto (αρσ. επίθ και ουσ)
molto (αντων.)
molto (επίρ.)
molva (θηλ.ουσ)
momentaneamente (επίρ.)
momentaneo (επίθ.)
momento (ουσ αρσ )
monaca (θηλ.ουσ)
monacale (επίθ.)
monacando (ουσ αρσ )
monacarsi (ρ. μ. αμτβ.)
monacato (ουσ αρσ )
monacazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---