Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insozzarsi (ρ.μ. (αντων.)) instillazióne (θηλ.ουσ)
insperàbile (επίθ.) institóre (ουσ αρσ )
insperàto (επίθ.) institòrio (επίθ.)
inspessìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) instituìre (ρ. μτβ.)
inspiegàbile (επίθ.) instradaménto (ουσ αρσ )
inspiegàto (επίθ.) instradàre (ρ. μτβ.)
inspiràre (ρ. μτβ.) instradarsi (ρ.μ. (αντων.))
inspiratóre (επίθ.) insù (επίθ.)
inspiratòrio (επίθ.) insubordinatézza (θηλ.ουσ)
inspirazióne (θηλ.ουσ) insubordinàto (επίθ.)
instàbile (επίθ.) insubordinazióne (θηλ.ουσ)
instabilità (θηλ.ουσ) insuccèsso (ουσ αρσ )
installàre (ρ. μτβ.) insudiciàre (ρ. μτβ.)
installarsi (ρ.μ. (αντων.)) insudiciarsi (ρ.μ. (αντων.))
installatóre (ουσ αρσ ) insufficiènte (επίθ.)
installazióne (θηλ.ουσ) insufficiènza (θηλ.ουσ)
instancàbile (επίθ.) insufflàre (ρ. μτβ.)
instancabilità (θηλ.ουσ) insufflatóre (ουσ αρσ )
instàre (ρ.αμτβ.) insufflazióne (θηλ.ουσ)
instauràre (ρ. μτβ.) insulàre (ουσ αρσ και θηλ.)
instaurarsi (ρ.μ. (αντων.)) insulàre (επίθ.)
instauratóre (ουσ αρσ ) insularità (θηλ.ουσ)
instaurazióne (θηλ.ουσ) insulìna (θηλ.ουσ)
insterilìre (ρ. μτβ.) insulìnico (επίθ.)
instillàre (ρ. μτβ.) insulinìsmo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: