Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

incannicciàre (ρ. μτβ.) incaparbirsi (ρ.μ. (αντων.))
incannicciàta (θηλ.ουσ) incaparbìto (επίθ.)
incannicciatùra (θηλ.ουσ) incapestràre (ρ. μτβ.)
incannucciàre (ρ. μτβ.) incaponiménto (ουσ αρσ )
incannucciàta (θηλ.ουσ) incaponìrsi (ρ. μ. αμτβ.)
incannucciatùra (θηλ.ουσ) incappàre (ρ.αμτβ.)
incantaménto (ουσ αρσ ) incappàto (αρσ. επίθ και ουσ)
incantàre (ρ. μτβ.) incappellàre (ρ. μτβ.)
incantarsi (ρ.μ. (αντων.)) incappellarsi (ρ.μ. (αντων.))
incantàto (επίθ.) incappiàre (ρ. μτβ.)
incantatóre (ουσ αρσ ) incappottàre (ρ. μτβ.)
incantatóre (επίθ.) incappottarsi (ρ.μ. (αντων.))
incantatrìce (θηλ.ουσ) incappucciàre (ρ. μτβ.)
incantésimo (ουσ αρσ ) incappucciarsi (ρ.μ. (αντων.))
incantévole (επίθ.) incappucciàto (αρσ. επίθ και ουσ)
incànto (ουσ αρσ ) incapricciàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
incantucciàre (ρ. μτβ.) incapsulaménto (ουσ αρσ )
incantucciàrsi (ρ. μ. αμτβ.) incapsulàre (ρ. μτβ.)
incanutiménto (ουσ αρσ ) incarceraménto (ουσ αρσ )
incanutìre (ρ.αμτβ.) incarceràre (ρ. μτβ.)
incanutìre (ρ. μτβ.) incarcerazióne (θηλ.ουσ)
incanutìto (επίθ.) incardinàre (ρ. μτβ.)
incapàce (επίθ.) incardinarsi (ρ.μ. (αντων.))
incapacità (θηλ.ουσ) incardinazióne (θηλ.ουσ)
incaparbìre (ρ.αμτβ.) incaricàre (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: