Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

glìcine (ουσ αρσ ) globóso (επίθ.)
glicògeno (ουσ αρσ ) globulàre (επίθ.)
glìcol (ουσ αρσ ) globulària (θηλ.ουσ)
glìcole (ουσ αρσ ) globulìna (θηλ.ουσ)
glicosùria, glicosurìa (θηλ.ουσ) glòbulo (ουσ αρσ )
glicosùrico (επίθ.) globulóso (επίθ.)
gliéla (αντων.) glomèrulo (ουσ αρσ )
gliéle (αντων.) glòmo (ουσ αρσ )
gliéli (αντων.) glòria (θηλ.ουσ)
gliélo (αντων.) gloriàre (ρ. μτβ.)
gliéne (αντων.) gloriàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
glìfo (ουσ αρσ ) glorificàre (ρ. μτβ.)
gliòma (ουσ αρσ ) glorificarsi (ρ.μ. (αντων.))
gliptodónte (ουσ αρσ ) glorificazióne (θηλ.ουσ)
glissàre (ρ.αμτβ.) glorióso (επίθ.)
glìttica (θηλ.ουσ) glòssa (θηλ.ουσ)
glìttico (αρσ. επίθ και ουσ) glossàre (ρ. μτβ.)
glittografìa (θηλ.ουσ) glossàrio (ουσ αρσ )
glittotèca (θηλ.ουσ) glossatóre (ουσ αρσ )
globàle (επίθ.) glossèma (ουσ αρσ )
globalìsmo (ουσ αρσ ) glossìna (θηλ.ουσ)
globalità (θηλ.ουσ) glossìte (θηλ.ουσ)
globalménte (επίρ.) glossografìa (θηλ.ουσ)
glòbo (ουσ αρσ ) glossogràfico (επίθ.)
globosità (θηλ.ουσ) glossògrafo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: