Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόglomèrulo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [gloˈmɛrulo] 1 σύνθετο διχάζιο (ταξιανθία) 2 σύνθετη κυματώδης ταξιανθία 3 σπείραμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |