Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


glòmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈglɔmo]

μικρή αρτηριοφλεβική αναστόμωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  glomerulo gloria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

globularia (θηλ.ουσ)
globulina (θηλ.ουσ)
globulo (ουσ αρσ )
globuloso (επίθ.)
glomerulo (ουσ αρσ )
glomo (ουσ αρσ )
gloria (θηλ.ουσ)
gloriare (ρ. μτβ.)
gloriarsi (ρ. μ. αμτβ.)
glorificare (ρ. μτβ.)
glorificarsi (ρ.μ. (αντων.))
glorificazione (θηλ.ουσ)
glorioso (επίθ.)
glossa (θηλ.ουσ)
glossare (ρ. μτβ.)
glossario (ουσ αρσ )
glossatore (ουσ αρσ )
glossema (ουσ αρσ )
glossina (θηλ.ουσ)
glossite (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---