Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


glorificazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [glorifikatˈtsjone]

1 εκθειασμός
2 αποθέωση
3 δοξολογία
4 θεοποίηση
5 εξύμνηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  glorificarsi glorioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gloria (θηλ.ουσ)
gloriare (ρ. μτβ.)
gloriarsi (ρ. μ. αμτβ.)
glorificare (ρ. μτβ.)
glorificarsi (ρ.μ. (αντων.))
glorificazione (θηλ.ουσ)
glorioso (επίθ.)
glossa (θηλ.ουσ)
glossare (ρ. μτβ.)
glossario (ουσ αρσ )
glossatore (ουσ αρσ )
glossema (ουσ αρσ )
glossina (θηλ.ουσ)
glossite (θηλ.ουσ)
glossografia (θηλ.ουσ)
glossografico (επίθ.)
glossografo (ουσ αρσ )
glottide (θηλ.ουσ)
glottologia (θηλ.ουσ)
glottologico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---