Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόglorióso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [gloˈrjoso], [gloˈrjozo] 1 τιμημένος 2 μεγαλοπρεπής 3 δοξασμένος 4 ένδοξος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |