Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


glossògrafo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [glosˈsɔgrafo]

1 γλωσσογράφος
2 σχολιαστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  glossografico glottide  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

glossema (ουσ αρσ )
glossina (θηλ.ουσ)
glossite (θηλ.ουσ)
glossografia (θηλ.ουσ)
glossografico (επίθ.)
glossografo (ουσ αρσ )
glottide (θηλ.ουσ)
glottologia (θηλ.ουσ)
glottologico (επίθ.)
glottologo (ουσ αρσ )
glucinio (ουσ αρσ )
glucoside (ουσ αρσ )
glucosio (ουσ αρσ )
gluma (θηλ.ουσ)
glumella (θηλ.ουσ)
glumetta (θηλ.ουσ)
glutammato (ουσ αρσ )
glutammico (επίθ.)
glutammina (θηλ.ουσ)
gluteo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---