Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


glùteo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgluteo]

γλουτιαίος μυς

glùteo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈgluteo]

γλουτιαίος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  glutammina glutinato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

glumella (θηλ.ουσ)
glumetta (θηλ.ουσ)
glutammato (ουσ αρσ )
glutammico (επίθ.)
glutammina (θηλ.ουσ)
gluteo (ουσ αρσ )
gluteo (επίθ.)
glutinato (επίθ.)
glutine (ουσ αρσ )
glutinosità (θηλ.ουσ)
glutinoso (επίθ.)
gnaulare (ρ.αμτβ.)
gneis (ουσ αρσ )
gneiss (ουσ αρσ )
gnocco (ουσ αρσ )
gnome (θηλ.ουσ)
gnomico (επίθ.)
gnomo (ουσ αρσ )
gnomologia (θηλ.ουσ)
gnomone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---