Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gnèis  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgnɛjs], [ˈɲɛjs]

γνευσίτης (ορυκτό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gnaulare gneiss  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

glutinato (επίθ.)
glutine (ουσ αρσ )
glutinosità (θηλ.ουσ)
glutinoso (επίθ.)
gnaulare (ρ.αμτβ.)
gneis (ουσ αρσ )
gneiss (ουσ αρσ )
gnocco (ουσ αρσ )
gnome (θηλ.ουσ)
gnomico (επίθ.)
gnomo (ουσ αρσ )
gnomologia (θηλ.ουσ)
gnomone (ουσ αρσ )
gnomonica (θηλ.ουσ)
gnoseologia (θηλ.ουσ)
gnoseologico (επίθ.)
gnosi (θηλ.ουσ)
gnosticismo (ουσ αρσ )
gnostico (αρσ. επίθ και ουσ)
gnu (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---