Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


glùtine  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈglutine]

1 αμυλόκολλα
2 γλουτένιο
3 γλουτένη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  glutinato glutinosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

glutammico (επίθ.)
glutammina (θηλ.ουσ)
gluteo (ουσ αρσ )
gluteo (επίθ.)
glutinato (επίθ.)
glutine (ουσ αρσ )
glutinosità (θηλ.ουσ)
glutinoso (επίθ.)
gnaulare (ρ.αμτβ.)
gneis (ουσ αρσ )
gneiss (ουσ αρσ )
gnocco (ουσ αρσ )
gnome (θηλ.ουσ)
gnomico (επίθ.)
gnomo (ουσ αρσ )
gnomologia (θηλ.ουσ)
gnomone (ουσ αρσ )
gnomonica (θηλ.ουσ)
gnoseologia (θηλ.ουσ)
gnoseologico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---