Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gnòme  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgnɔme], [ˈɲɔme]

1 απόφθεγμα
2 γνωμικό
3 ρητό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gnocco gnomico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

glutinoso (επίθ.)
gnaulare (ρ.αμτβ.)
gneis (ουσ αρσ )
gneiss (ουσ αρσ )
gnocco (ουσ αρσ )
gnome (θηλ.ουσ)
gnomico (επίθ.)
gnomo (ουσ αρσ )
gnomologia (θηλ.ουσ)
gnomone (ουσ αρσ )
gnomonica (θηλ.ουσ)
gnoseologia (θηλ.ουσ)
gnoseologico (επίθ.)
gnosi (θηλ.ουσ)
gnosticismo (ουσ αρσ )
gnostico (αρσ. επίθ και ουσ)
gnu (ουσ αρσ )
gobba (θηλ.ουσ)
gobbo (ουσ αρσ )
gobbo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---