Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgnòme
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈgnɔme], [ˈɲɔme] 1 απόφθεγμα 2 γνωμικό 3 ρητό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |