Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgòbbo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈgɔbbo] 1 εξόγκωμα 2 κυφός 3 καμπούρης 4 καμπούρα 5 σγουμπός 6 τούρλωμα 7 κυρτός 8 έξαρμα gòbbo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈgɔbbo] καμπούρης (-α, -ικο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |