Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


góccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgotʧo]

η σταλιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gocciare gocciola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gobbo (ουσ αρσ )
gobbo (επίθ.)
gobione (ουσ αρσ )
goccia (θηλ.ουσ)
gocciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
goccio (ουσ αρσ )
gocciola (θηλ.ουσ)
gocciolamento (ουσ αρσ )
gocciolare (ρ.αμτβ.)
gocciolatoio (ουσ αρσ )
gocciolio (ουσ αρσ )
gocciolo (ουσ αρσ )
godere (ρ.αμτβ.)
godersi (ρ.μ. (αντων.))
godereccio (επίθ.)
godersela (ρ. με αντ.ή επιρρ. μ.)
godet (ουσ αρσ )
godibile (επίθ.)
godimento (ουσ αρσ )
godronare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---