Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgodersela
ρήμα που κλίνεται με αντωνυμία ή επιρρηματικό μόριο Προσφορά I.P.A.: [goˈdersela] 1 ξεδίνω 2 ξεσκάζω 3 ξεφαντώνω 4 διασκεδάζω 5 γλεντώ 6 ψυχαγωγούμαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |