Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgodronàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [godroˈnare] 1 κάνω σειρά οδοντώσεων σε μέταλλο 2 επεξεργάζομαι μηχανικά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |