Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


góla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgola]

ο λαιμός, η γούλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gol goleador  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mal [αρσ.] di gola = το πονόλαιμο, ο πονόλαιμος || raschiarsi la gola = γρατζουνώ


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

goffrare (ρ. μτβ.)
goffratrice (θηλ.ουσ)
goffratura (θηλ.ουσ)
gogna (θηλ.ουσ)
gol (ουσ αρσ )
gola (θηλ.ουσ)
goleador (ουσ αρσ )
golena (θηλ.ουσ)
goletta (θηλ.ουσ)
golf (ουσ αρσ )
golfare (ουσ αρσ )
golfetto (ουσ αρσ )
golfista (ουσ αρσ και θηλ.)
golfistico (επίθ.)
golfo (ουσ αρσ )
golgota (ουσ αρσ )
golia (ουσ αρσ )
goliardia (θηλ.ουσ)
goliardico (επίθ.)
goliardo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---