Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgóla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈgola] ο λαιμός, η γούλα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαmal [αρσ.] di gola = το πονόλαιμο, ο πονόλαιμος || raschiarsi la gola = γρατζουνώ Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |