Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


goliàrdico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [goˈljardiko]

1 πανεπιστημιακός
2 φοιτητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  goliardia goliardo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

golfistico (επίθ.)
golfo (ουσ αρσ )
golgota (ουσ αρσ )
golia (ουσ αρσ )
goliardia (θηλ.ουσ)
goliardico (επίθ.)
goliardo (ουσ αρσ )
gollismo (ουσ αρσ )
gollista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
golosità (θηλ.ουσ)
goloso (επίθ.)
golosone (ουσ αρσ )
golpe (ουσ αρσ )
golpe (θηλ.ουσ)
golpista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
gomena (θηλ.ουσ)
gomitata (θηλ.ουσ)
gomitiera (θηλ.ουσ)
gomito (ουσ αρσ )
gomitolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---