Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgómena
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈgomena] 1 σκοινί ρυμούλκησης 2 χοντρός κάβος πλοίου 3 παλαμάρι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |