Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgolóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [goˈloso], [goˈlozo] λαίμαργος (-η, -ο), λιχούδης (-ης, -ες) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |