Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gómito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgomito]

ο αγκώνας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gomitiera gomitolo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


alzare il gomito = τα τσούζω


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

golpe (θηλ.ουσ)
golpista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
gomena (θηλ.ουσ)
gomitata (θηλ.ουσ)
gomitiera (θηλ.ουσ)
gomito (ουσ αρσ )
gomitolo (ουσ αρσ )
gomma (θηλ.ουσ)
gommagutta (θηλ.ουσ)
gommalacca (θηλ.ουσ)
gommapiuma (θηλ.ουσ)
gommare (ρ. μτβ.)
gommaschiuma (θηλ.ουσ)
gommato (επίθ.)
gommatura (θηλ.ουσ)
gommifero (επίθ.)
gommificio (ουσ αρσ )
gommino (ουσ αρσ )
gommista (ουσ αρσ )
gommone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---