Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gómma  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgomma]

1 η γόμα
2 (copertone) το λάστικο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gomitolo gommagutta  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


di gomma = λαστιχένιος [-α, -ο] || gomma [θηλ.] da masticare = η τσίχλα || ho bucato una gomma = έπαθα λάστικο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gomena (θηλ.ουσ)
gomitata (θηλ.ουσ)
gomitiera (θηλ.ουσ)
gomito (ουσ αρσ )
gomitolo (ουσ αρσ )
gomma (θηλ.ουσ)
gommagutta (θηλ.ουσ)
gommalacca (θηλ.ουσ)
gommapiuma (θηλ.ουσ)
gommare (ρ. μτβ.)
gommaschiuma (θηλ.ουσ)
gommato (επίθ.)
gommatura (θηλ.ουσ)
gommifero (επίθ.)
gommificio (ουσ αρσ )
gommino (ουσ αρσ )
gommista (ουσ αρσ )
gommone (ουσ αρσ )
gommoresina (θηλ.ουσ)
gommosi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---