Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gommalàcca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,gommaˈlakka]

γομαλάκα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gommagutta gommapiuma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gomitiera (θηλ.ουσ)
gomito (ουσ αρσ )
gomitolo (ουσ αρσ )
gomma (θηλ.ουσ)
gommagutta (θηλ.ουσ)
gommalacca (θηλ.ουσ)
gommapiuma (θηλ.ουσ)
gommare (ρ. μτβ.)
gommaschiuma (θηλ.ουσ)
gommato (επίθ.)
gommatura (θηλ.ουσ)
gommifero (επίθ.)
gommificio (ουσ αρσ )
gommino (ουσ αρσ )
gommista (ουσ αρσ )
gommone (ουσ αρσ )
gommoresina (θηλ.ουσ)
gommosi (θηλ.ουσ)
gommosità (θηλ.ουσ)
gommoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---