Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgommóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [gomˈmoso], [gomˈmozo] 1 ρητινώδης 2 κομμιώδης 3 κολλώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |