Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgóndola
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈgondola] 1 γόνδολα 2 κάλυμμα κινητήρα αεροσκάφους permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |