Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gonfiàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [gonˈfjadʤo]

φούσκωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gonfiaggine gonfiagione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gondola (θηλ.ουσ)
gondoliere (ουσ αρσ )
gonfalone (ουσ αρσ )
gonfaloniere (ουσ αρσ )
gonfiaggine (θηλ.ουσ)
gonfiaggio (ουσ αρσ )
gonfiagione (θηλ.ουσ)
gonfiamento (ουσ αρσ )
gonfiare (ρ.αμτβ.)
gonfiare (ρ. μτβ.)
gonfiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
gonfiato (αρσ. επίθ και ουσ)
gonfiatoio (ουσ αρσ )
gonfiatura (θηλ.ουσ)
gonfiezza (θηλ.ουσ)
gonfio (επίθ.)
gonfiore (ουσ αρσ )
gong (ουσ αρσ )
gongolante (επίθ.)
gongolare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---