Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgonfalóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [gonfaˈlone] 1 έμβλημα ιταλού πρίγκιπα 2 λάβαρο 3 σημαία κρεμαστή από πλαίσιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |