Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgonfiaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [gonfjaˈmento] 1 φούσκωμα 2 πρήξιμο 3 διόγκωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |