ItalianoGreco


gonfiézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [gonˈfjettsa]

1 βερμπαλισμός
2 καυχησιολογία
3 διόγκωση
4 κομπασμός
5 μεγαλοστομία
6 φούσκωμα
7 ξιπασιά
8 μεγαλορρημοσύνη
9 στόμφος
10 εξόγκωση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---