Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgonnellìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [gonnelˈlino] 1 μίνι φούστα 2 φουστίτσα 3 φούστα κοντή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |