Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgònna, gónna
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈgɔnna], [ˈgonna] η φούστα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαgonna-pantalone [θηλ.] = η ζιπ-κιλότ Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |