Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gònna, gónna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgɔnna], [ˈgonna]

η φούστα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  goniometro gonnella  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


gonna-pantalone [θηλ.] = η ζιπ-κιλότ


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gongolare (ρ.αμτβ.)
gongorismo (ουσ αρσ )
goniometria (θηλ.ουσ)
goniometrico (επίθ.)
goniometro (ουσ αρσ )
gonna (θηλ.ουσ)
gonnella (θηλ.ουσ)
gonnellino (ουσ αρσ )
gonococco (ουσ αρσ )
gonorrea (θηλ.ουσ)
gonorroico (αρσ. επίθ και ουσ)
gonzo (αρσ. επίθ και ουσ)
gora (θηλ.ουσ)
gorbia (θηλ.ουσ)
gordiano (επίθ.)
gorgheggiamento (ουσ αρσ )
gorgheggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gorgheggiatore (ουσ αρσ )
gorgheggio (ουσ αρσ )
gorgia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---