Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgòra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈgɔra] 1 λιμνούλα 2 ρεύμα νερού για νερόμυλο 3 αγωγός 4 κανάλι τροφοδοσίας νερόμυλου 5 κανάλι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |