Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gòrgone, gorgòne, gorgóne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgɔrgone], [gorˈgone], [gorˈgɔne]

Γοργόνα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gorgoglione gorgonia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gorgo (ουσ αρσ )
gorgogliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gorgogliatore (ουσ αρσ )
gorgoglio (ουσ αρσ )
gorgoglione (ουσ αρσ )
gorgone (θηλ.ουσ)
gorgonia (θηλ.ουσ)
gorgonzola (ουσ αρσ )
gorgozzule (ουσ αρσ )
gorilla (ουσ αρσ )
gota (θηλ.ουσ)
gotico (επίθ.)
goto (αρσ. επίθ και ουσ)
gotta (θηλ.ουσ)
gottazza (θηλ.ουσ)
gotto (ουσ αρσ )
gottoso (ουσ αρσ )
gottoso (επίθ.)
gourmet (ουσ αρσ )
governabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---