Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gorgóglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [gorˈgoʎʎo]

1 κελάρυσμα
2 ήχος μπουρμπουλήθρας
3 γουργούρισμα
4 γαργάρισμα
5 κελαρυσμός
6 γουργουρητό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gorgogliatore gorgoglione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gorgia (θηλ.ουσ)
gorgiera (θηλ.ουσ)
gorgo (ουσ αρσ )
gorgogliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gorgogliatore (ουσ αρσ )
gorgoglio (ουσ αρσ )
gorgoglione (ουσ αρσ )
gorgone (θηλ.ουσ)
gorgonia (θηλ.ουσ)
gorgonzola (ουσ αρσ )
gorgozzule (ουσ αρσ )
gorilla (ουσ αρσ )
gota (θηλ.ουσ)
gotico (επίθ.)
goto (αρσ. επίθ και ουσ)
gotta (θηλ.ουσ)
gottazza (θηλ.ουσ)
gotto (ουσ αρσ )
gottoso (ουσ αρσ )
gottoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---