ItalianoGreco


górgo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈgorgo]

1 στροβίλισμα
2 μάτι της θάλασσας
3 περιδίνηση
4 δίνη (σε ποταμό ή θάλασσα)
5 ρούφουλας
6 στρόβιλος
7 ανεμοστρόβιλος
8 δίνη
9 ρουφήχτρα
10 ισχυρή δίνη
11 στροφοδίνη
12 στροβιλισμός
13 υδατοστρόβιλος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---