Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgorgièra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [gorˈʤɛra] 1 κομμάτι πανοπλίας λαιμού 2 περιλαίμιο 3 κολάρο φρου-φρου 18ου αιώνα 4 κολάρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |