Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgorgheggiaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [gorgedʤaˈmento] 1 τιτίβισμα 2 κελάηδισμα 3 τρεμουλιαστό κελάηδημα 4 κελάδημα 5 κελαηδισμός 6 τρυσμός 7 τρίλια 8 τερέτισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |