Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


gonorròico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [gonorˈrɔjko]

1 γονορροὶκός
2 βλεννορροὶκός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  gonorrea gonzo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gonna (θηλ.ουσ)
gonnella (θηλ.ουσ)
gonnellino (ουσ αρσ )
gonococco (ουσ αρσ )
gonorrea (θηλ.ουσ)
gonorroico (αρσ. επίθ και ουσ)
gonzo (αρσ. επίθ και ουσ)
gora (θηλ.ουσ)
gorbia (θηλ.ουσ)
gordiano (επίθ.)
gorgheggiamento (ουσ αρσ )
gorgheggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gorgheggiatore (ουσ αρσ )
gorgheggio (ουσ αρσ )
gorgia (θηλ.ουσ)
gorgiera (θηλ.ουσ)
gorgo (ουσ αρσ )
gorgogliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
gorgogliatore (ουσ αρσ )
gorgoglio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---